ἐκπνεῖ

ἐκπνεῖ
ἐκπνέω
breathe out
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
ἐκπνέω
breathe out
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
ἐκπνέω
breathe out
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
ἐκπνέω
breathe out
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κεκαφηώς — (Α) (επικ. τ. μτχ. παρακμ. χωρίς ενεστ.) 1. (στον Όμ., μόνο σε φρ.) «κεκαφηότα θυμόν» την εξασθενημένη, την εξαντλημένη, την εκπνέουσα ψυχή 2. (σε μτγν ποιητές) (αμτβ.) εξαντλημένος, εξασθενημένος («δέμας κεκαφηός λιμῷ» σώμα εξαντλημένο από την… …   Dictionary of Greek

  • σύλληψη — η / σύλληψις, ήψεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. σύλλαψις Α [συλλαμβάνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συλλαμβάνω, βίαιη κατακράτηση (α. «η σύλληψη τών κακοποιών έγινε αμέσως» β. «ἡ σύλληψις τῆς νεώς», Πολ. γ. «βεβαίως δὲ ἤδη εἰδότες ἐν τῇ πόλει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”